κυψέλες  μελισσών

κυψέλες  μελισσών
кошници  на  пчели

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελίσσι — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Οικισμός (3 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε απόσταση 43 χλμ. ΝΑ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2. Ακατοίκητος οικισμός του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών …   Dictionary of Greek

  • μελισσοτόπι — το 1. τόπος όπου είναι εγκατεστημένες κυψέλες μελισσών, μελισσόκηπος 2. τόπος πρόσφορος για την εγκατάσταση μελισσοκομείου …   Dictionary of Greek

  • σμηνιών — και σμηνών και ζμηνών, ῶνος, ὁ, Α τόπος γεμάτος από κυψέλες μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + επίθημα (ι)ών (πρβλ. ελαι ών)] …   Dictionary of Greek

  • ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, νόμος — Νόμος περί ζ. και ζ. που τροποποιήθηκε επανειλημμένα και διατηρήθηκε με την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτόν, τιμωρείται όποιος κλέβει ή σκοτώνει με πρόθεση ζώα, που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο και απαριθμούνται στην παράγραφο… …   Dictionary of Greek

  • καπνίζω — καπνίζω, κάπνισα, καπνισμένος βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. [μου] κάπνισε) Σημειώσεις: καπνίζω : η μτχ. καπνισμένος αντιστοιχεί μόνο στην έννοια → υποβάλλω στην επίδραση του καπνού (κυψέλες μελισσών κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • μελισσοκομείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 365 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παγγαίου του νομού Καβάλας. Βρίσκεται σε απόσταση 27 χλμ. ΝΔ της Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πιερέων. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το (ΑM… …   Dictionary of Greek

  • μελισσόκηπος — ο κήπος ή τόπος περίφρακτος, συνήθως, μεσημβρινός και υπήνεμος, όπου είναι τοποθετημένες κυψέλες τών μελισσών, αλλ. μελισσομάντρι, μελισσοτόπι, μελισσώνας, μελισσοτροφείο, μελισσουργείο …   Dictionary of Greek

  • τρυγητός — ο, ΝΜΑ, και τρύγητος Α 1. η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος 2. (κυρίως) η εποχή τής παραπάνω συγκομιδής νεοελλ. μσν. 1. η συγκομιδή τού μελιού και τού κεριού από τις κυψέλες τών μελισσών 2. η εποχή τής παραπάνω συγκομιδής αρχ. 1. (κυρίως ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”